- θολόσταχτο
- τοβλ. θολόσταχτη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θολόσταχτη — η και θολόσταχτο, το το σταχτόνερο με το οποίο διαποτίζονται τα ασπρόρουχα μετά το πρώτο πλύσιμο για να καθαρίσουν εντελώς, η αλισίβα … Dictionary of Greek